- υποσκέλιση
- [-ις (-εως)] η , υποσκέλισμός ο1) подножка (удар ногой); 2) оттеснение, вытеснение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποσκέλιση — η, Ν υποσκελισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποσκελίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποσκέλισις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
υποσκέλιση — η υποσκελισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποσκελίσῃ — ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj act 3rd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels fut ind mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj mid 2nd sg ὑποσκελίζω trip up one s heels aor subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)